- θλιβερός
- θλιβερόςchafingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θλιβερός — και χλιβερός ή, ό (Μ θλιβερός, ά, όν) (νεοελλ. μσν.) 1. αυτός που προκαλεί ψυχική θλίψη, λυπηρός, οδυνηρός, δυσάρεστος («θλιβερό άγγελμα») 2. δύστυχος, ταλαίπωρος, άθλιος, αξιολύπητος, κακόμοιρος («κι άψυχα τ άφησε τα θλιβερά», Σολωμ.) 3. αυτός… … Dictionary of Greek
θλιβερός — ή, ό επίρρ. ά. 1. λυπηρός, αυτός που προκαλεί λύπη: Έχω να σου ανακοινώσω ένα θλιβερό γεγονός. – Θλιβερό άγγελμα. – Θλιβερό προνόμιο (ειρωνικά). 2. αξιολύπητος, άθλιος: Βρίσκεται σε θλιβερή κατάσταση. – Θλιβερή ύπαρξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλιβερά — θλιβερός chafing neut nom/voc/acc pl θλιβερά̱ , θλιβερός chafing fem nom/voc/acc dual θλιβερά̱ , θλιβερός chafing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβερώτερον — θλιβερός chafing adverbial comp θλιβερός chafing masc acc comp sg θλιβερός chafing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβερῶν — θλιβερός chafing fem gen pl θλιβερός chafing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβερόν — θλιβερός chafing masc acc sg θλιβερός chafing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβεροῖς — θλιβερός chafing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβεροῦ — θλιβερός chafing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβερᾶς — θλιβερός chafing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιβερῷ — θλιβερός chafing masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)